- κρούσταλλο
- το1. κρύσταλλος.2. πάγος.3. ο διαφανής και διαυγής όπως ο κρύσταλλος.4. κάθε πράγμα ψυχρό σαν το κρύσταλλο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κρούσταλλο — το 1. κρύσταλλο, διαφανές γυαλί 2. (για τρεχούμενο νερό) ψυχρό και διαυγές σαν το κρύσταλλο 3. ο πάγος που σχηματίζεται από το ατμοσφαιρικό ψύχος 4. καθεμιά από τις μικρές στήλες πάγου σε σχήμα σταλακτίτη που δημιουργούνται τον χειμώνα στις… … Dictionary of Greek
κρουσταλλιάζω — [κρούσταλλο] 1. (για νερό) παγώνω, γίνομαι κρύσταλλο 2. (για σωματικά άκρα) κρυώνω πάρα πολύ, παγώνω, κοκαλιάζω … Dictionary of Greek
κρουσταλλοβραχιονάτος — η, ο αυτός που έχει βραχίονες όμορφους και γερούς σαν το κρύσταλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρούσταλλο + βραχίονας + κατάλ. άτος] … Dictionary of Greek
κρουσταλλοπηγή — η πηγή απ όπου αναβλύζει δροσερό και διαυγές νερό σαν το κρύσταλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρούσταλλο + πηγή] … Dictionary of Greek
κρουσταλλόπαγος — ο πάγος διαυγής, ολοκάθαρος και σκληρός σαν το κρύσταλλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρούσταλλο + πάγος (< θ. παγ , πρβλ. ἐ πάγ ην, παθ. αόρ. τού πήγνυμι)] … Dictionary of Greek
κρουσταλλιάζω — κρουστάλλιασα, κρουσταλλιασμένος 1. γίνομαι κρούσταλλο, παγώνω. 2. φρ., «Kρουστάλλιασαν τα χέρια μου», πάγωσαν τα χέρια μου τόσο πολύ, ώστε μου φαίνονται σαν να έχουν γίνει κρύσταλλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κρύσταλλος — κρύσταλλος, ο και κρούσταλλο, το και κρουστάλλι, το 1. διαφανής και διαυγής πάγος. 2. η κρυσταλλωμένη πάχνη. 3. καθετί που είναι καθαρό και σαφές: Η υπόθεση είναι κρύσταλλο. 4. διαυγέστατο γυαλί που περιέχει μόλυβδο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πήζω — έπηξα, πηγμένος 1. μτβ., κάνω κάτι από υγρό στερεό: Έπηξα το γάλα τυρί. 2. αμτβ., γίνομαι από υγρό στερεό: Και στις ασπίδες έπηζε το κρούσταλλο τριγύρω (Οδύσεια, μτφρ. Σίδερη). 3. μτφ., ωριμάζω, φρονιμεύω: Είναι παιδί και το μυαλό του δεν έπηξε… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)